- ψυχοπότης
- ψυχοπότηςdrinking the lifemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοπότης — ὁ, Α αυτός που πίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. γλυκυ πότης] … Dictionary of Greek